- σάμφειρος
- ἡ, Αβλ. σάπφειρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
сафир — сапфир (например, у Крылова), цслав., др. русск. сапъфиръ, самъфиръ (ХV в., Сборн. Кирилло Белозерск. мон.; см. Срезн. III, 256), санфиръ (Шестоднев Георг. Писид.). В др. русск. определенно из греч. σάπφειρος, σάμφειρος (Дюканж) от др. еврейск.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σάπφειρος — Πολύτιμος λίθος, με βαθύ γαλάζιο χρώμα, εξαιτίας των ιχνών σίδηρου και τιτάνιου που περιέχει. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σ. βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και ανατολικός σ. για να διακρίνεται από άλλους… … Dictionary of Greek